- ανδραγαθώ
- (AM ανδραγαθώ, -έω)εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίοςαρχ.είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανδραγαθώ — ησα, κάνω γενναίες πράξεις, δείχνομαι παλικάρι: Στον τελευταίο πόλεμο ανδραγάθησε κι ας μη μιλά ποτέ γι αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθῶ — ἀνδραγαθέω behave in a manly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνδραγαθέω behave in a manly pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγαθίζομαι — (Α ἀνδραγαθίζομαι) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα αρχ. είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
ενανδραγαθώ — ἐνανδραγαθῶ ( έω) (Μ) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγαθία κάπου … Dictionary of Greek
συνανδραγαθώ — έω, Α ανδραγαθώ μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek